- περιχύνομαι
- περιχύνομαι, περιχύθηκα, περιχυμένος βλ. πίν. 2
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
περιλείβομαι — Α (ποιητ. τ.) χύνομαι, ρέω από όλες τις μεριές, περιχύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λείβομαι «χύνομαι, ρέω»] … Dictionary of Greek
περιπροχέω — Α (κυρίως στον Όμ.) (ιδίως το παθ.) περιπροχέομαι χύνομαι ολόγυρα, περιχύνομαι («οὐ γάρ πώ ποτέ μ ὧδε θεᾱς ἔρος... θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχυθεὶς ἐδάμασσε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + προχέω «χύνω προς τα εμπρός»] … Dictionary of Greek
περιχύνω — και περεχύνω και περιχώ και περεχώ Ν 1. χύνω υγρό πάνω σε ένα πράγμα βρέχοντας το σε όλη την επιφάνεια, περιβρέχω, διαβρέχω, περιχέω 2. μέσ. περιχύνομαι μτφ. ξεχύνομαι ολόγυρα, απλώνομαι πάνω από κάτι καλύπτοντάς το από παντού («νύχτα περιχύνεται … Dictionary of Greek
περιχύνω — περίχυσα, περιχύθηκα, περιχυμένος 1. βρέχω κάτι ραντίζοντας το με νερό, περιβρέχω, καταβρέχω: Του κάνανε καντάδα νυχτερινή κι εκείνος τους περίχυσε με νερό. 2. περιχύνομαι ρίχνω πάνω μου υγρό (νερό, φαγητό κτλ.), λερώνομαι: Περιχύθηκες με μελάνη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)